- κατασκόπιον
- κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) [κατάσκοπος]κατασκοπευτικό πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
κατασκοπίς — κατασκοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κατασκόπιον … Dictionary of Greek